Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θοινάζω
θοίναμα
θοιναρμόστρια
θοινατήρ
θοινατήριον
θοινατικός
θοινάτωρ
θοινάω
θοίνη
θοινήτωρ
θοινίζω
θοινοδοτέω
θοῖτο
θολερεῖν
θολερός
θολερότης
θολερόφρον
θολερώδης
θολία1
θολικός
θολοειδής
View word page
θοινίζω
θοιν-ίζω,
A). v.l. for θοινάω (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θοινίζω
Headword (normalized):
θοινίζω
Headword (normalized/stripped):
θοινιζω
IDX:
48927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48928
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θοιν-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">θοινάω</span> (q. v.).</div> </div><br><br>'}