Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θνῄσκω
θνητάδιος
θνητογαμία
θνητογενής
θνητοειδής
θνητός
θνητότης
θνητόψυχος
θοάζω1
θοάζω2
θοάζω3
θόαξος
θοάς
θόασμα
θοδράκιον
θοῃρός
θοινάζω
θοίναμα
θοιναρμόστρια
θοινατήρ
θοινατήριον
View word page
θοάζω3
θοάζω (C),
A). v. θῳάζω .


ShortDef

move quickly, ply rapidly
sit
pay

Debugging

Headword:
θοάζω3
Headword (normalized):
θοάζω
Headword (normalized/stripped):
θοαζω3
IDX:
48911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48912
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θοάζω</span> (C), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">θῳάζω</span> .</div> </div><br><br>'}