Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θλάττω
θλάω
θλιβερός
θλιβή
θλιβίας
θλίβω
θλιβώδης
θλιμμός
θλιπτικός
θλῖψις
θνᾴσκω
θνησείδιον
θνησιμαῖος
θνῆσις
θνῄσκω
θνητάδιος
θνητογαμία
θνητογενής
θνητοειδής
θνητός
θνητότης
View word page
θνᾴσκω
θνᾴσκω, θνᾱτός, Dor. for θνῄσκω, θνητός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θνᾴσκω
Headword (normalized):
θνᾴσκω
Headword (normalized/stripped):
θνασκω
IDX:
48897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48898
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θνᾴσκω</span>, <span class="orth greek">θνᾱτός</span>, Dor. for <span class="foreign greek">θνῄσκω, θνητός</span>.</div><br><br>'}