Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θηροκόμος
θηροκτόνος
θηρολέξης
θηρολετέω
θηρολέτης
θηρομαχία
θηρομιγής
θηρόμικτος
θηρονόμος
θηρόπεπλος
θηροπλαστέω
θηρόπλαστος
θηροσκόπος
θηροσύνη
θηρότις
θηροτόκος
θηροτροφέω
θηροτρόφος
θηρότυπος
θηροφανής
θηροφονεύς
View word page
θηροπλαστέω
θηρο-πλαστέω,
A). to make beasts, Tz.ad Lyc. 673 .


ShortDef

to make beasts

Debugging

Headword:
θηροπλαστέω
Headword (normalized):
θηροπλαστέω
Headword (normalized/stripped):
θηροπλαστεω
IDX:
48793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48794
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θηρο-πλαστέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to make beasts</span>, Tz.ad <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 673 </span>.</div> </div><br><br>'}