Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θηροζυγοκαμψιμέτωπος
θηροθήρας
θηρόθυμος
θηροκόμος
θηροκτόνος
θηρολέξης
θηρολετέω
θηρολέτης
θηρομαχία
θηρομιγής
θηρόμικτος
θηρονόμος
θηρόπεπλος
θηροπλαστέω
θηρόπλαστος
θηροσκόπος
θηροσύνη
θηρότις
θηροτόκος
θηροτροφέω
θηροτρόφος
View word page
θηρόμικτος
θηρό-μικτος, ον,= foreg.,
A). δαίμων Lyc. 963 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θηρόμικτος
Headword (normalized):
θηρόμικτος
Headword (normalized/stripped):
θηρομικτος
IDX:
48790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48791
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θηρό-μικτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= foreg., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">δαίμων</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 963 </span> .</div> </div><br><br>'}