Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θηρόβρωτος
θηρόδηκτος
θηροδιδασκαλία
θηροδίωξ
θηροειδής
θηροζυγοκαμψιμέτωπος
θηροθήρας
θηρόθυμος
θηροκόμος
θηροκτόνος
θηρολέξης
θηρολετέω
θηρολέτης
θηρομαχία
θηρομιγής
θηρόμικτος
θηρονόμος
θηρόπεπλος
θηροπλαστέω
θηρόπλαστος
θηροσκόπος
View word page
θηρολέξης
θηρο-λέξης, ου, ,
A). word-chaser, Hsch.


ShortDef

word-chaser

Debugging

Headword:
θηρολέξης
Headword (normalized):
θηρολέξης
Headword (normalized/stripped):
θηρολεξης
IDX:
48785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48786
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θηρο-λέξης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">word-chaser</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}