Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θηριώνυμος
θηρίωσις
θηροβολέω
θηρόβορος
θηρόβοτος
θηρόβρομος
θηρόβρωτος
θηρόδηκτος
θηροδιδασκαλία
θηροδίωξ
θηροειδής
θηροζυγοκαμψιμέτωπος
θηροθήρας
θηρόθυμος
θηροκόμος
θηροκτόνος
θηρολέξης
θηρολετέω
θηρολέτης
θηρομαχία
θηρομιγής
View word page
θηροειδής
θηρο-ειδής
,
ές
,
A).
having the forms of wild beasts
,
Hsch.
ShortDef
having the forms of wild beasts
Debugging
Headword:
θηροειδής
Headword (normalized):
θηροειδής
Headword (normalized/stripped):
θηροειδης
IDX:
48779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48780
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θηρο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">having the forms of wild beasts</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}