Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θηριάνθρωπος
θηρίδιον
Θηρίκλειος
θηριόβρωτος
θηριοδεῖκται
θηριόδηγμα
θηριοδήκτης
θηριόδηκτος
θηριοειδής
θηριοκόμος
θηριοκτόνος
θηριομαχέω
θηριομάχης
θηριομαχία
θηριομάχος
θηριομιγής
θηριόμορφος
θηρίον
θηριονάρκη
θηριόπληκτος
θηριοποιέω
View word page
θηριοκτόνος
θηριο-κτόνος, ον,=
A). θηροκτόνος, φάρμακον Eust. 1416.14 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θηριοκτόνος
Headword (normalized):
θηριοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
θηριοκτονος
IDX:
48749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48750
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θηριο-κτόνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">θηροκτόνος, φάρμακον</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1416:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1416.14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1416.14 </a> .</div> </div><br><br>'}