Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θηριακός
θηριάλωσις
θηριάλωτος
θηρίαμβος
θηριάνθρωπος
θηρίδιον
Θηρίκλειος
θηριόβρωτος
θηριοδεῖκται
θηριόδηγμα
θηριοδήκτης
θηριόδηκτος
θηριοειδής
θηριοκόμος
θηριοκτόνος
θηριομαχέω
θηριομάχης
θηριομαχία
θηριομάχος
θηριομιγής
θηριόμορφος
View word page
θηριοδήκτης
θηριο-δήκτης,
A). marsus, Gloss.


ShortDef

marsus

Debugging

Headword:
θηριοδήκτης
Headword (normalized):
θηριοδήκτης
Headword (normalized/stripped):
θηριοδηκτης
IDX:
48745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48746
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θηριο-δήκτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">marsus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}