Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θηρευτός
θηρεύτρια
θηρεύτωρ
θηρεύω
θηρεφόνος
θήρημα
θηριάζομαι
θηριακός
θηριάλωσις
θηριάλωτος
θηρίαμβος
θηριάνθρωπος
θηρίδιον
Θηρίκλειος
θηριόβρωτος
θηριοδεῖκται
θηριόδηγμα
θηριοδήκτης
θηριόδηκτος
θηριοειδής
θηριοκόμος
View word page
θηρίαμβος
θηρίαμβος, coined as etym. of θρίαμβος, Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θηρίαμβος
Headword (normalized):
θηρίαμβος
Headword (normalized/stripped):
θηριαμβος
IDX:
48738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48739
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θηρίαμβος</span>, coined as etym. of <span class="foreign greek">θρίαμβος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}