Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θήρευσις
θηρευτέον
θηρευτήρ
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύτρια
θηρεύτωρ
θηρεύω
θηρεφόνος
θήρημα
θηριάζομαι
θηριακός
θηριάλωσις
θηριάλωτος
θηρίαμβος
θηριάνθρωπος
θηρίδιον
Θηρίκλειος
θηριόβρωτος
θηριοδεῖκται
View word page
θήρημα
θήρημα
,
θηρητήρ
,
θηρ-ήτειρα
,
θηρ-ήτωρ
, Ion. for
θήρᾱμα
, etc.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θήρημα
Headword (normalized):
θήρημα
Headword (normalized/stripped):
θηρημα
IDX:
48733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48734
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θήρημα</span>, <span class="orth greek">θηρητήρ</span>, <span class="orth greek">θηρ-ήτειρα</span>, <span class="orth greek">θηρ-ήτωρ</span>, Ion. for <span class="foreign greek">θήρᾱμα</span>, etc.</div><br><br>'}