Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θήρευμα
θήρευσις
θηρευτέον
θηρευτήρ
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύτρια
θηρεύτωρ
θηρεύω
θηρεφόνος
θήρημα
θηριάζομαι
θηριακός
θηριάλωσις
θηριάλωτος
θηρίαμβος
θηριάνθρωπος
θηρίδιον
Θηρίκλειος
θηριόβρωτος
View word page
θηρεφόνος
θηρεφόνος, ον,= θηροφόνος, Hdn.Gr. 2.260 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θηρεφόνος
Headword (normalized):
θηρεφόνος
Headword (normalized/stripped):
θηρεφονος
IDX:
48732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48733
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θηρεφόνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <span class="foreign greek">θηροφόνος</span>, Hdn.Gr.<span class="bibl"> 2.260 </span>.</div><br><br>'}