Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θηλυστολέω
θηλυστολία
θηλύστολος
θηλύτεκνος
θηλύτης
θηλυτοκέω
θηλυτοκία
θηλύτοκος
θηλύτροπος
θηλυφανής
θηλυφθόριον
θηλυφόνος
θηλύφρων
θηλύφωνος
θηλύχειρ
θηλυχίτων
θηλυχοίρα
θηλύψυχος
θηλώ
θῆμα
θημολογέω
View word page
θηλυφθόριον
θηλυ-φθόριον
,
τό
,=
ἀβρότονον
, Ps.-
Dsc.
3.24
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θηλυφθόριον
Headword (normalized):
θηλυφθόριον
Headword (normalized/stripped):
θηλυφθοριον
IDX:
48678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48679
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θηλυ-φθόριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">ἀβρότονον</span>, Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.24 </span>.</div><br><br>'}