Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θῆλυς
θηλύσπορος
θηλυστολέω
θηλυστολία
θηλύστολος
θηλύτεκνος
θηλύτης
θηλυτοκέω
θηλυτοκία
θηλύτοκος
θηλύτροπος
θηλυφανής
θηλυφθόριον
θηλυφόνος
θηλύφρων
θηλύφωνος
θηλύχειρ
θηλυχίτων
θηλυχοίρα
θηλύψυχος
θηλώ
View word page
θηλύτροπος
θηλύ-τροπος
,
ον
,
A).
of womanish habit
: metaph., of the planet Venus,
Cat.Cod.Astr.
1.136
.
ShortDef
of womanish habit
Debugging
Headword:
θηλύτροπος
Headword (normalized):
θηλύτροπος
Headword (normalized/stripped):
θηλυτροπος
IDX:
48676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48677
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θηλύ-τροπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of womanish habit</span>: metaph., of the planet Venus, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 1.136 </span>.</div> </div><br><br>'}