Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θηλύπαις
θηλυποιός
θηλύπους
θηλυπρεπής
θηλύπρινος
θηλυπρόσωπος
θηλυπτερίς
θῆλυς
θηλύσπορος
θηλυστολέω
θηλυστολία
θηλύστολος
θηλύτεκνος
θηλύτης
θηλυτοκέω
θηλυτοκία
θηλύτοκος
θηλύτροπος
θηλυφανής
θηλυφθόριον
θηλυφόνος
View word page
θηλυστολία
θηλυστολ-ία, ,
A). women's dress, Eust. 782.47 .


ShortDef

women's dress

Debugging

Headword:
θηλυστολία
Headword (normalized):
θηλυστολία
Headword (normalized/stripped):
θηλυστολια
IDX:
48669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48670
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θηλυστολ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">women\'s dress</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:782:47" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:782.47/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 782.47 </a>.</div> </div><br><br>'}