Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θηλυμίτρης
θηλύμορφος
θηλύνοος
θηλύνω
θηλύπαθεω
θηλύπαις
θηλυποιός
θηλύπους
θηλυπρεπής
θηλύπρινος
θηλυπρόσωπος
θηλυπτερίς
θῆλυς
θηλύσπορος
θηλυστολέω
θηλυστολία
θηλύστολος
θηλύτεκνος
θηλύτης
θηλυτοκέω
θηλυτοκία
View word page
θηλυπρόσωπος
θηλυ-πρόσωπος
,
ον
,
A).
with woman's face
,
Suid.
s.v.
Σειρῆνας
.
ShortDef
with woman's face
Debugging
Headword:
θηλυπρόσωπος
Headword (normalized):
θηλυπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
θηλυπροσωπος
IDX:
48664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48665
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θηλυ-πρόσωπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with woman\'s face</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">Σειρῆνας</span> .</div> </div><br><br>'}