Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θηλυγονία
θηλυγόνος
θηλυδρίας
θηλυδριώδης
θηλυδριῶτις
θηλυκός
θηλυκράνεια
θηλυκρατής
θηλυκτόνος
θηλυκώδης
θηλύλαλος
θηλυμανέω
θηλυμανής
θηλυμελής
θηλυμίτρης
θηλύμορφος
θηλύνοος
θηλύνω
θηλύπαθεω
θηλύπαις
θηλυποιός
View word page
θηλύλαλος
θηλύ-λᾰλος [ῠ],,= θηλύγλωσσος, Man. 4.322 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θηλύλαλος
Headword (normalized):
θηλύλαλος
Headword (normalized/stripped):
θηλυλαλος
IDX:
48650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48651
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θηλύ-λᾰλος</span> [<span class="foreign greek">ῠ],</span>,= <span class="foreign greek">θηλύγλωσσος</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4:322" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4.322/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Man.</span> 4.322 </a>.</div><br><br>'}