Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θηλαμινός
θηλαμών
θήλασμα
θηλασμός
θηλάστρια
θήλεα
θηλέω
θηλή
θηληνός
θηλοειδής
θηλονή
θηλυγενής
θηλύγλωσσος
θηλυγονέω
θηλυγονία
θηλυγόνος
θηλυδρίας
θηλυδριώδης
θηλυδριῶτις
θηλυκός
θηλυκράνεια
View word page
θηλονή
θηλονή,
A). v. θηλαμών .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θηλονή
Headword (normalized):
θηλονή
Headword (normalized/stripped):
θηλονη
IDX:
48636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48637
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θηλονή</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">θηλαμών</span> .</div> </div><br><br>'}