Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θηητής
θηητός
θήϊον
θηκαῖος
θηκάριον
θηκεῖον
θήκη
θηκίον
θηκοποιέω
θηκοποιός
θηκοφόρος
θηκτός
θηλάζω
θηλαμινός
θηλαμών
θήλασμα
θηλασμός
θηλάστρια
θήλεα
θηλέω
θηλή
View word page
θηκοφόρος
θηκο-φόρος, ,=
A). cistophorus, ib. 3.8 .


ShortDef

cistophorus

Debugging

Headword:
θηκοφόρος
Headword (normalized):
θηκοφόρος
Headword (normalized/stripped):
θηκοφορος
IDX:
48623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48624
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θηκο-φόρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cistophorus</span>, ib.<span class="bibl"> 3.8 </span>.</div> </div><br><br>'}