Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θεσπίζω
θεσπιόμαντις
θέσπιος
θεσπιόφημον
θέσπις
θέσπισις
θέσπισμα
θεσπιστής
θεσπιῳδέω
θεσπιῳδός
Θεσσάλειος
Θεσσαλία
Θεσσαλίζω
Θεσσαλικέτης
Θεσσαλικός
Θεσσαλιῶτις
Θεσσαλός
θέσσασθαι
θεσφατηλόγος
θεσφατίζω
θέσφατος
View word page
Θεσσάλειος
Θεσσάλ-ειος [ᾰ],
A). v. Θεσσαλός 11 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Θεσσάλειος
Headword (normalized):
θεσσάλειος
Headword (normalized/stripped):
θεσσαλειος
IDX:
48541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48542
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Θεσσάλ-ειος</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Θεσσαλός</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg005.perseus-grc1:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg005.perseus-grc1:11/canonical-url/"> 11 </a>.</div> </div><br><br>'}