Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θέσπαλαι
θεσπεσιανή
θεσπέσιος
θεσπεσιότης
θεσπιαοιδός
θεσπιδαής
θεσπιέπεια
θεσπίζω
θεσπιόμαντις
θέσπιος
θεσπιόφημον
θέσπις
θέσπισις
θέσπισμα
θεσπιστής
θεσπιῳδέω
θεσπιῳδός
Θεσσάλειος
Θεσσαλία
Θεσσαλίζω
Θεσσαλικέτης
View word page
θεσπιόφημον
θεσπιόφημον· παροιμίαν τινά, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θεσπιόφημον
Headword (normalized):
θεσπιόφημον
Headword (normalized/stripped):
θεσπιοφημον
IDX:
48534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48535
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θεσπιόφημον·</span> <span class="foreign greek">παροιμίαν τινά</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}