Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀλώφητος
ἀλωφούς
ἄμ
ἅμα1
ἁμᾶ2
ἁμαδέον
ἀμάδις
ἁμάδρυα
Ἁμαδρυάδες
ἀμαζακάραν
ἁμαζανίδες
Ἀμαζονομαχία
Ἀμαζών
ἀμαθαίνω
ἀμαθεί
ἀμαθεῖν
ἀμαθής
ἀμάθητος
ἀμαθία
ἀμαθῖτις
ἀμαθύνω
View word page
ἁμαζανίδες
ἁμαζανίδες·
μηλέαι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἁμαζανίδες
Headword (normalized):
ἁμαζανίδες
Headword (normalized/stripped):
αμαζανιδες
IDX:
4852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4853
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁμαζανίδες·</span> <span class="foreign greek">μηλέαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}