Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θεσμοφόριον1
θεσμοφόριον2
θεσμοφόριος
θεσμοφοριών
θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
θεσμοφυλακι<κ>ός
θεσμῳδέω
θεσμῳδός
θέσπαλαι
θεσπεσιανή
θεσπέσιος
θεσπεσιότης
θεσπιαοιδός
θεσπιδαής
θεσπιέπεια
θεσπίζω
θεσπιόμαντις
θέσπιος
θεσπιόφημον
θέσπις
View word page
θεσπεσιανή
θεσπεσιανή, , name of an antidote, Orib. Fr. 82 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θεσπεσιανή
Headword (normalized):
θεσπεσιανή
Headword (normalized/stripped):
θεσπεσιανη
IDX:
48525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48526
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θεσπεσιανή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, name of an antidote, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 82 </span>.</div><br><br>'}