Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θεσμοφοριάζω
θεσμοφόριον1
θεσμοφόριον2
θεσμοφόριος
θεσμοφοριών
θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
θεσμοφυλακι<κ>ός
θεσμῳδέω
θεσμῳδός
θέσπαλαι
θεσπεσιανή
θεσπέσιος
θεσπεσιότης
θεσπιαοιδός
θεσπιδαής
θεσπιέπεια
θεσπίζω
θεσπιόμαντις
θέσπιος
θεσπιόφημον
View word page
θέσπαλαι
θέσπαλαι· αἱ Κῷαι, παρὰ Φιλητᾷ, καὶ αἱ φαρμακίδες, Hsch. (prob. Θεσσαλαί).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θέσπαλαι
Headword (normalized):
θέσπαλαι
Headword (normalized/stripped):
θεσπαλαι
IDX:
48524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48525
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θέσπαλαι·</span> <span class="foreign greek">αἱ Κῷαι, παρὰ Φιλητᾷ, καὶ αἱ φαρμακίδες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (prob. <span class="foreign greek">Θεσσαλαί</span>).</div><br><br>'}