Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θεσμός
θεσμοσύνη
θεσμοφόρια
θεσμοφοριάζω
θεσμοφόριον1
θεσμοφόριον2
θεσμοφόριος
θεσμοφοριών
θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
θεσμοφυλακι<κ>ός
θεσμῳδέω
θεσμῳδός
θέσπαλαι
θεσπεσιανή
θεσπέσιος
θεσπεσιότης
θεσπιαοιδός
θεσπιδαής
θεσπιέπεια
θεσπίζω
View word page
θεσμοφυλακι<κ>ός
θεσμο-φῠλᾰκι<κ>ός, , όν
A). , νόμος Plu. 2.292d .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θεσμοφυλακι<κ>ός
Headword (normalized):
θεσμοφυλακι<κ>ός
Headword (normalized/stripped):
θεσμοφυλακι<κ>ος
IDX:
48521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48522
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θεσμο-φῠλᾰκι&lt;κ&gt;ός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">, νόμος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.292d </span> .</div> </div><br><br>'}