Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θέσμιος
θεσμοδότης
θεσμοθεσία
θεσμοθετεῖον
θεσμοθετέω
θεσμοθέτης
θεσμόθετις
θεσμοποιέω
θεσμοπόλος
θεσμός
θεσμοσύνη
θεσμοφόρια
θεσμοφοριάζω
θεσμοφόριον1
θεσμοφόριον2
θεσμοφόριος
θεσμοφοριών
θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
θεσμοφυλακι<κ>ός
θεσμῳδέω
View word page
θεσμοσύνη
θεσμοσύνη, Dor. θέσμο-να, ,
A). justice, AP 7.593 ( Agath.).


ShortDef

justice

Debugging

Headword:
θεσμοσύνη
Headword (normalized):
θεσμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
θεσμοσυνη
IDX:
48512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48513
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θεσμοσύνη</span>, Dor. <span class="orth greek">θέσμο-να</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">justice,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 7.593 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span></span>).</div> </div><br><br>'}