Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θέσις
θέσκελος
θέσμιος
θεσμοδότης
θεσμοθεσία
θεσμοθετεῖον
θεσμοθετέω
θεσμοθέτης
θεσμόθετις
θεσμοποιέω
θεσμοπόλος
θεσμός
θεσμοσύνη
θεσμοφόρια
θεσμοφοριάζω
θεσμοφόριον1
θεσμοφόριον2
θεσμοφόριος
θεσμοφοριών
θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
View word page
θεσμοπόλος
θεσμο-πόλος
,
ον
, (πολέὠ
A).
=
θεμιστοπόλος
,
AP
5.292.3
(Paul. Sil.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θεσμοπόλος
Headword (normalized):
θεσμοπόλος
Headword (normalized/stripped):
θεσμοπολος
IDX:
48510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48511
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θεσμο-πόλος</span>, <span class="itype greek">ον</span> <span class="foreign greek">, (πολέὠ</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">θεμιστοπόλος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 5.292.3 </span> (Paul. Sil.).</div> </div><br><br>'}