θέρμ-ω,(
θέρω)
A). heat, make hot, only in pres. or impf. forms,
θέρμετε δ’ ὕδωρ Od. 8.426 ,
Ar. Ra. 1339 :— Pass.,
grow hot,
θέρμετο δ’ ὕδωρ Od. 8.437 ,
Il. 18.348 ;
πνοιῇ .. μετάφρενον εὐρέε τ’ ὤμω θέρμετ’ 23.381 ;
θέρμετο δὲ χθών Call. Fr.anon. 24 ;
μή πού τις ἐνὶ χροῒ θέρμετ’ ( Ep. for
θέρμηται)
ἀϋτμή Opp. H. 3.522 .