Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θερμός
θέρμος
θερμοσποδιά
θερμότης
θερμοτραγέω
θερμουργία
θερμουργός
θέρμουθις
θερμοφόρον
θερμοφόρος
θερμόφρων
θερμοφύλαξ
θερμοχύτης
θερμόω
θέρμυδρον
θέρμω
θερμώδης
θερμωλή
θερόεις
θέρος
θερσιεπής
View word page
θερμόφρων
θερμό-φρων,
A). = δαήμων , Hsch. s.v. δαίμων .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θερμόφρων
Headword (normalized):
θερμόφρων
Headword (normalized/stripped):
θερμοφρων
IDX:
48485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48486
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θερμό-φρων</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δαήμων</span> , Hsch. s.v. <span class="ref greek">δαίμων</span> .</div> </div><br><br>'}