Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θερμοκρασία
θερμοκύαμος
Θερμολαῖος
θερμολουσία
θερμολουτέω
θερμολούτης
θερμολουτία
θερμόλυχνον
θερμομιγής
θερμόνους
θερμοπλάω
θερμόπλησις
θερμοπερίπατος
θερμοποιός
θερμοποσία
θερμοπότης
θερμόπρωκτος
θερμοπύλαι
θερμοπώλιον
θερμός
θέρμος
View word page
θερμοπλάω
θερμοπλ-άω,
A). have inflammation in the hoof, of horses, Hippiatr. 53 :


ShortDef

have inflammation in the hoof

Debugging

Headword:
θερμοπλάω
Headword (normalized):
θερμοπλάω
Headword (normalized/stripped):
θερμοπλαω
IDX:
48466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48467
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θερμοπλ-άω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">have inflammation in the hoof</span>, of horses, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 53 </span>:</div> </div><br><br>'}