Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θερμημερίαι
θερμηρός
θερμίζω
θέρμινος
θέρμιον
θερμοβαφής
θερμόβουλος
θερμοδότης
θερμοδοσία
θερμοειδής
θερμοεργός
θερμοκοίλιος
θερμοκρασία
θερμοκύαμος
Θερμολαῖος
θερμολουσία
θερμολουτέω
θερμολούτης
θερμολουτία
θερμόλυχνον
θερμομιγής
View word page
θερμοεργός
θερμο-εργός, ον, f.l. in A. Eu. 560 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θερμοεργός
Headword (normalized):
θερμοεργός
Headword (normalized/stripped):
θερμοεργος
IDX:
48454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48455
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θερμο-εργός</span>, <span class="itype greek">ον</span>, f.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg007.perseus-grc1:560" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg007.perseus-grc1:560/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eu.</span> 560 </a>.</div><br><br>'}