Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θερμηγορέω
θερμημερίαι
θερμηρός
θερμίζω
θέρμινος
θέρμιον
θερμοβαφής
θερμόβουλος
θερμοδότης
θερμοδοσία
θερμοειδής
θερμοεργός
θερμοκοίλιος
θερμοκρασία
θερμοκύαμος
Θερμολαῖος
θερμολουσία
θερμολουτέω
θερμολούτης
θερμολουτία
θερμόλυχνον
View word page
θερμοειδής
θερμο-ειδής
,
ές
,
A).
of warm nature,
EM
557.23
.
ShortDef
of warm nature
Debugging
Headword:
θερμοειδής
Headword (normalized):
θερμοειδής
Headword (normalized/stripped):
θερμοειδης
IDX:
48453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48454
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θερμο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of warm nature,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 557.23 </span>.</div> </div><br><br>'}