Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θερμαντήριος
θερμαντικός
θερμαντός
θερμασία
θέρμασμα
θέρμασσα
θερμάστιον
θέρμαστις
θερμάστρα
θερμαστρίς
θερμαύστρα
θερμαυστρίζω
θερμαψίς
θέρμη
θερμηγορέω
θερμημερίαι
θερμηρός
θερμίζω
θέρμινος
θέρμιον
θερμοβαφής
View word page
θερμαύστρα
θερμαύστρα
,
ἡ
,
A).
f.l. for
θερμάστρα
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θερμαύστρα
Headword (normalized):
θερμαύστρα
Headword (normalized/stripped):
θερμαυστρα
IDX:
48439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48440
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θερμαύστρα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">θερμάστρα</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}