Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θερίκλειον
θερινός
θερισμός
θεριστήρ
θεριστήριον
θεριστής
θεριστικός
θεριστός
θέριστος
θέριστρα
θερίστρια
θερίστριον
θέριστρον
θέριτος
θερίτροπος
θέρμᾰ
θερμάζω
θερμαίνω
θέρμανσις
θερμαντέον
θερμαντήρ
View word page
θερίστρια
θερίστρια, , fem. of θεριστήρ, Ar. Fr. 788 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θερίστρια
Headword (normalized):
θερίστρια
Headword (normalized/stripped):
θεριστρια
IDX:
48418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48419
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θερίστρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">θεριστήρ</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg012:788" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg012:788/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 788 </a>.</div><br><br>'}