Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θερίδιον
θερίζω
θερίκλειον
θερινός
θερισμός
θεριστήρ
θεριστήριον
θεριστής
θεριστικός
θεριστός
θέριστος
θέριστρα
θερίστρια
θερίστριον
θέριστρον
θέριτος
θερίτροπος
θέρμᾰ
θερμάζω
θερμαίνω
θέρμανσις
View word page
θέριστος
θέριστος and θεριστός, ,
A). v. θέριτος .


ShortDef

harvest

Debugging

Headword:
θέριστος
Headword (normalized):
θέριστος
Headword (normalized/stripped):
θεριστος
IDX:
48416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48417
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θέριστος</span> and <span class="orth greek">θεριστός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">θέριτος</span> .</div> </div><br><br>'}