Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θερεινόμος
θέρειος
θερείποτος
θερείω
θερέσιμον
θέρετρον
θερήγανον
θεριακός
θερίδιον
θερίζω
θερίκλειον
θερινός
θερισμός
θεριστήρ
θεριστήριον
θεριστής
θεριστικός
θεριστός
θέριστος
θέριστρα
θερίστρια
View word page
θερίκλειον
θερίκλειον· ποτήριον, κόνδυ, Hsch. (i.e. Θηρίκλειον).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θερίκλειον
Headword (normalized):
θερίκλειον
Headword (normalized/stripped):
θερικλειον
IDX:
48408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48409
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θερίκλειον·</span> <span class="foreign greek">ποτήριον, κόνδυ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (i.e. <span class="foreign greek">Θηρίκλειον</span>).</div><br><br>'}