Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θέραψ
θερεία
θερείαυλος
θερείβοτος
θερειγενής
θερειλεχής
θερεινόμος
θέρειος
θερείποτος
θερείω
θερέσιμον
θέρετρον
θερήγανον
θεριακός
θερίδιον
θερίζω
θερίκλειον
θερινός
θερισμός
θεριστήρ
θεριστήριον
View word page
θερέσιμον
θερέσιμον· θεριστικόν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θερέσιμον
Headword (normalized):
θερέσιμον
Headword (normalized/stripped):
θερεσιμον
IDX:
48402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48403
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θερέσιμον·</span> <span class="foreign greek">θεριστικόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}