Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θεραπευτρίς
θεραπεύω
θεραπηΐη
θεραπήϊος
θεραπίδιον
θεράπιον
θεραπίς
θεράπνη
θεράπνιον
θεραπνίς
θεραπόντιον
θεραποντίς
θεραπουσία
θεράπων
θέραψ
θερεία
θερείαυλος
θερείβοτος
θερειγενής
θερειλεχής
θερεινόμος
View word page
θεραπόντιον
θερᾰπ-όντιον, τό, Dim. of θεράπων, D.L. 4.59 .


ShortDef

servant, slave (dim.)

Debugging

Headword:
θεραπόντιον
Headword (normalized):
θεραπόντιον
Headword (normalized/stripped):
θεραποντιον
IDX:
48388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48389
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θερᾰπ-όντιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">θεράπων</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0004.tlg001.perseus-grc1:4:59" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0004.tlg001.perseus-grc1:4.59/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.L.</span> 4.59 </a>.</div><br><br>'}