Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θεραπεύτρια
θεραπευτρίς
θεραπεύω
θεραπηΐη
θεραπήϊος
θεραπίδιον
θεράπιον
θεραπίς
θεράπνη
θεράπνιον
θεραπνίς
θεραπόντιον
θεραποντίς
θεραπουσία
θεράπων
θέραψ
θερεία
θερείαυλος
θερείβοτος
θερειγενής
θερειλεχής
View word page
θεραπνίς
θερᾰπ-νίς, ίδος, , poet.,
A). = θεραπαινίς , AP 9.603 (Antip.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θεραπνίς
Headword (normalized):
θεραπνίς
Headword (normalized/stripped):
θεραπνις
IDX:
48387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48388
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θερᾰπ-νίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, poet., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">θεραπαινίς</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.603 </span> (Antip.).</div> </div><br><br>'}