Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θεραπευσία
θεράπευσις
θεραπευτέον
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύτρια
θεραπευτρίς
θεραπεύω
θεραπηΐη
θεραπήϊος
θεραπίδιον
θεράπιον
θεραπίς
θεράπνη
θεράπνιον
θεραπνίς
θεραπόντιον
θεραποντίς
θεραπουσία
View word page
θεραπηΐη
θερᾰπ-ηΐη, , Ion. for θεραπεία (q.v.):—also θεραπηΐας: βωμολοχίας, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θεραπηΐη
Headword (normalized):
θεραπηΐη
Headword (normalized/stripped):
θεραπηιη
IDX:
48380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48381
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θερᾰπ-ηΐη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Ion. for <span class="foreign greek">θεραπεία</span> (q.v.):—also <span class="foreign greek">θεραπηΐας</span>: <span class="foreign greek">βωμολοχίας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}