Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θεραπαινίς
θεραπεία
θεράπευμα
θεραπευσία
θεράπευσις
θεραπευτέον
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύτρια
θεραπευτρίς
θεραπεύω
θεραπηΐη
θεραπήϊος
θεραπίδιον
θεράπιον
θεραπίς
θεράπνη
θεράπνιον
θεραπνίς
View word page
θεραπεύτρια
θερᾰπ-εύτρια, , fem. of
A). θεραπευτής EM 47.45 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θεραπεύτρια
Headword (normalized):
θεραπεύτρια
Headword (normalized/stripped):
θεραπευτρια
IDX:
48377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48378
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θερᾰπ-εύτρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">θεραπευτής</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:47:45" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:47.45/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 47.45 </a> .</div> </div><br><br>'}