Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θεοχολωσία
θεοχόλωτος
θεόχρηστος
θεόω
θέπτανος
θεράπαινα
θεραπαινίδιον
θεραπαινίς
θεραπεία
θεράπευμα
θεραπευσία
θεράπευσις
θεραπευτέον
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύτρια
θεραπευτρίς
θεραπεύω
θεραπηΐη
View word page
θεραπευσία
θερᾰπ-ευσία, , rarer form for
A). θεραπεία 11 , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θεραπευσία
Headword (normalized):
θεραπευσία
Headword (normalized/stripped):
θεραπευσια
IDX:
48370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48371
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θερᾰπ-ευσία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, rarer form for <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">θεραπεία</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg023:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg023:11/canonical-url/"> 11 </a> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}