Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θεόπλοκος
θεόπνευστος
θεόπνοος
θεοποιέω
θεοποιητικός
θεοποίητος
θεοποιΐα
θεοποιός
θεοπολέω
θεοπόλος
θεοπομπεῖν
θεόπομπος
θεοπόνητος
θεοπρέπεια
θεοπρεπής
θεόπρεπτος
θεοπροπέω
θεοπροπία
θεοπρόπιον
θεοπρόπος
θεοπρόσπλοκος
View word page
θεοπομπεῖν
θεο-πομπεῖν·
ἐνθουσιᾶν
,
Hsch.
(Fort.
-προπεῖν
.)
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θεοπομπεῖν
Headword (normalized):
θεοπομπεῖν
Headword (normalized/stripped):
θεοπομπειν
IDX:
48265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48266
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θεο-πομπεῖν·</span> <span class="foreign greek">ἐνθουσιᾶν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Fort. <span class="foreign greek">-προπεῖν</span>.)</div><br><br>'}