Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θεοπληξία
θεόπλοκος
θεόπνευστος
θεόπνοος
θεοποιέω
θεοποιητικός
θεοποίητος
θεοποιΐα
θεοποιός
θεοπολέω
θεοπόλος
θεοπομπεῖν
θεόπομπος
θεοπόνητος
θεοπρέπεια
θεοπρεπής
θεόπρεπτος
θεοπροπέω
θεοπροπία
θεοπρόπιον
θεοπρόπος
View word page
θεοπόλος
θεο-πόλος
,
ὁ
,
ἡ
,
A).
priest
; v.
θεηπόλος
.
ShortDef
priest
Debugging
Headword:
θεοπόλος
Headword (normalized):
θεοπόλος
Headword (normalized/stripped):
θεοπολος
IDX:
48264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48265
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θεο-πόλος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">priest</span>; v. <span class="ref greek">θεηπόλος</span> .</div> </div><br><br>'}