Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θεοπαίγμων
θεόπαις
θεόπαιστος
θεοπαράδοτος
θεοπάτωρ
θεοπειθής
θεόπεμπτος
θεόπιστος
θεοπλαστέω
θεοπλάστης
θεοπληγής
θεόπληκτος
θεοπλήξ
θεοπληξία
θεόπλοκος
θεόπνευστος
θεόπνοος
θεοποιέω
θεοποιητικός
θεοποίητος
θεοποιΐα
View word page
θεοπληγής
θεο-πληγής, ές,
A). v. -πλήξ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θεοπληγής
Headword (normalized):
θεοπληγής
Headword (normalized/stripped):
θεοπληγης
IDX:
48251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48252
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θεο-πληγής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">-πλήξ</span> .</div> </div><br><br>'}