θεολογέω
θεολογ-έω,
A). discourse on the gods and cosmology, Metaph. 983b29 ; περί τινων Mu. 391b4 , cf. , etc.; 2.614d Δία αὐτὸν [τὸν Φαέθοντα] ζωογόνον θεολογοῦσι call him Ζεύς ζ. Mir. 10b :— Pass., τὰ θεολογούμενα discourses about the gods, (v.l.), 2.421e M. 9.55 ; title of work by Asclepiades of Mendes, Aug. 94 ; τρεῖς αἱ Μοῖραι θεολογοῦνται Theol.Ar. 16 .