Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θεοκέλευστος
θεοκῆρυξ
θεοκίνητος
θεοκλητέω
θεόκλητος
θεοκλυτέω
θεοκλύτησις
θεόκλυτος
θεόκμητος
θεοκόλος
θεοκολία
θεόκραντος
θεοκρασία
θεοκρατία
θεοκρήπις
θεόκριτος
θεόκτητος
θεόκτιστος
θεόκτιτος
θεοκυνεῖ
θεοληπτέομαι
View word page
θεοκολία
θεο-κολία, , SIG 531.32 (pl., Dyme).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θεοκολία
Headword (normalized):
θεοκολία
Headword (normalized/stripped):
θεοκολια
IDX:
48194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48195
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θεο-κολία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 531.32 </span> (pl., Dyme).</div><br><br>'}