Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θεμιτώδης
θεμόω
θέμιτθεν
θέναρ
θεναρίζει
θένω
θεοβλάβεια
θεοβλαβέω
θεοβλαβής
θεόβουλος
θεοβρότιον
θεογαμία1
θεογάμια2
θεογέναιος
θεογενής
θεογεννής
θεόγλωσσος
θεογνωσία
θεόγνωστος
θεογονία
θεόγονος
View word page
θεοβρότιον
θεο-βρότιον, τό,= ἀείζων τὸ μικρόν, Ps.- Dsc. 4.89 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θεοβρότιον
Headword (normalized):
θεοβρότιον
Headword (normalized/stripped):
θεοβροτιον
IDX:
48143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48144
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θεο-βρότιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">ἀείζων τὸ μικρόν</span>, Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.89 </span>.</div><br><br>'}