Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θεμίζω
θεμινήσασα
θεμίξενος
θεμίπλεκτος
θέμις
θεμισκόπος
θεμισκρέων
θέμιστα
θεμιστεία
θεμιστεῖος
θεμιστευτός
θεμιστεύω
θεμίστιος
θεμιστοπόλος
θεμιστός
θεμιστοσύνη
θεμιστοῦχος
θεμίστωρ
θεμιτεύω
θεμιτός
θεμιτώδης
View word page
θεμιστευτός
θεμιστ-ευτός
,
ή
,
όν
,
A).
ordered by law
or
custom
,
Hsch.
ShortDef
ordered by law
Debugging
Headword:
θεμιστευτός
Headword (normalized):
θεμιστευτός
Headword (normalized/stripped):
θεμιστευτος
IDX:
48123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48124
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θεμιστ-ευτός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ordered by law</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">custom</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}