Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θεμερύνομαι
θεμερῶπις
θέμησις
θεμίζω
θεμινήσασα
θεμίξενος
θεμίπλεκτος
θέμις
θεμισκόπος
θεμισκρέων
θέμιστα
θεμιστεία
θεμιστεῖος
θεμιστευτός
θεμιστεύω
θεμίστιος
θεμιστοπόλος
θεμιστός
θεμιστοσύνη
θεμιστοῦχος
θεμίστωρ
View word page
θέμιστα
θέμιστα, θέμιστας,
A). v. θέμις .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θέμιστα
Headword (normalized):
θέμιστα
Headword (normalized/stripped):
θεμιστα
IDX:
48120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48121
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θέμιστα</span>, <span class="orth greek">θέμιστας</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">θέμις</span> .</div> </div><br><br>'}